πουτάνα — η (λ. ιταλ.) 1. πόρνη. 2. γυναίκα ανήθικη γενικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουτανίζω — Ν [πουτάνα] συμπεριφέρομαι σαν πουτάνα, σαν πόρνη … Dictionary of Greek
πουτανίστικος — η, ο, Ν (κυρίως για τρόπους και συμπεριφορά) αυτός που προσιδιάζει σε πουτάνα, σε πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. κοριτσ ίστικος)] … Dictionary of Greek
πουτανιά — η, Ν 1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πουτάνα 2. συνεκδ. απιστία, ανήθικη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιά (πρβλ. ανθρωπ ιά)] … Dictionary of Greek
καραπουτάνα — η πόρνη τής κατώτερης ηθικής υποστάθμης, ασελγής γυναίκα χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καρα * (εδώ με επιτ. σημ.) + πουτάνα < ιταλ. puttana] … Dictionary of Greek
καραπουτανάρα — η μεγεθ. τού καραπουτάνα* που χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός ανήθικων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα πουτάνα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. γυναικ άρα, πιατ άρα)] … Dictionary of Greek
καραπούτανος — ο μεγεθ. τού καραπουτάνα* που χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός ανήθικων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρα πουτάνα, με μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, μούλαρ ος)] … Dictionary of Greek
πουταναρειό — το, Ν οίκος ανοχής, πορνείο, μπουρδέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδ αρειό)] … Dictionary of Greek
πουτανιάρης — α, ικο, Ν 1. ανήθικος, ακόλαστος, ασελγής 2. (για άνδρα) α) αυτός που εκπορνεύεται β) αυτός που συχνάζει σε πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. λυσσ ιάρης)] … Dictionary of Greek
πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek